Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οδηγώ 2) (

  • 1 οδηγώ

    ὁδηγέω
    lead: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ὁδηγέω
    lead: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ὁδηγός
    guide: masc gen sg (doric aeolic)
    ——————
    ὁδηγός
    guide: masc dat sg

    Morphologia Graeca > οδηγώ

  • 2 οδηγώ

    (ε), οδηγάω μετ.
    1) водить, вести (кого-что-л.); 2) вести (куда-л.);

    πού οδηγεί ο δρόμος (η σκάλα); — куда ведёт дорога (лестница)?;

    3) вести, направлять; руководить быть во главе; указывать;

    οδηγώ τα στρατεύματα στη μάχη — вести войска в бой;

    οδήγησε τον τί να κάνει ты укажи ему, что надо делать;
    4) приводить, вести (к чему-л.);

    τό ψέμμα οδηγεί στο κακό — ложь к добру не приведёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οδηγώ

  • 3 ὁδηγῶ

    Βλ. λ. οδηγώ

    Morphologia Graeca > ὁδηγῶ

  • 4 ὁδηγῷ

    Βλ. λ. οδηγώ

    Morphologia Graeca > ὁδηγῷ

  • 5 οδηγώ

    [одиго] р. вести, показывать путь, водить машину и т. д,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οδηγώ

  • 6 οδηγώ

    [одиго] ρ вести, показывать путь, водить машину и т. д.

    Эллино-русский словарь > οδηγώ

  • 7 οδηγώ

    вози

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > οδηγώ

  • 8 οδηγώ

    1) abrasion
    2) conduire

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > οδηγώ

  • 9 οδηγώ

    1) jechać czas.
    2) kierować czas.
    3) prowadzić czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > οδηγώ

  • 10 οδηγώ

    řídit

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > οδηγώ

  • 11 οδηγώ

    drive

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οδηγώ

  • 12 conduire

    οδηγώ

    Dictionnaire Français-Grec > conduire

  • 13 drive

    οδηγώ

    English-Greek new dictionary > drive

  • 14 вести

    вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω
    2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνω

    вести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση

    3) ( направлять) οδηγώ

    вести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο

    вести́ мяч — φέρω την μπάλα

    4) ( осуществлять) διευθύνω

    вести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι

    вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι

    вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω

    5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ

    куда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος

    ••

    вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > вести

  • 15 вести

    вести́
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:
    \вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:
    \вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·
    3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:
    \вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·
    4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:
    \вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·
    5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:
    \вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·
    6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:
    дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·
    7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:
    это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > вести

  • 16 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 17 водить

    водить
    несов
    1. ὁδηγώ, ἄγω, φέρω:
    \водить слепого ὀδηγώ (или. συνοδεύω) τόν τυφλό· \водить детей гулять συνοδεύω τά παιδιά στον περίπατο, πηγαίνω τά παιδιά περίπατο·
    2. (управлять поездом, трамваем и т. п.) ὀδηγώ:
    \водить машину ὀδηγώ αὐτοκίνητο·
    3. (по поверхности) σύρω, σέρνω:
    \водить смычком σέρνω τό δοξάρι, τραβώ δοξαριά· ◊ \водить глазами περιφέρω τό βλέμμα μου· \водить за нос разг σέρνω (τραβώ) ἀπό τή μύτη· \водить дружбу ἔχω φιλία.

    Русско-новогреческий словарь > водить

  • 18 управлять

    1. (приводить в действие, направлять работу, движение и т.п.) οδηγώ, ελέγχω 2. (руководить деятельностью кого-, чего-л.
    распоряжаться чем-л.) διευθύνω, κατευθύνω
    οδηγώ, διοικώ
    - оркестром муз. - την ορχήστρα
    3. мор. (рулевым устройством) κυβερνώ, οδηγώ, πηδαλιουχώ 4. (грам) καθορίζω, απαιτώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управлять

  • 19 доводить

    доводить
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·
    2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:
    \доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·
    3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:
    \доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·
    4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:
    \доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος.

    Русско-новогреческий словарь > доводить

  • 20 угонять

    угон||ять
    несов
    1. πηγαίνω (μετ.), ὁδηγώ:
    \угонятьять стадо в степь ὀδηγῶ τό κοπάδι στή στεππα·
    2. (увозить, похищать) ἀπάγω, κλέβω/ ὁδηγώ διά τής βίας (тк. о людях):
    \угонятья́ть автомобиль κλέβω αὐτοκίνητο.

    Русско-новогреческий словарь > угонять

См. также в других словарях:

  • οδηγώ — οδηγώ, οδήγησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: οδηγώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση σε άω (κατά το αγαπάω, βλ. πίν. 58 ) κυρίως για οδήγηση αυτοκινήτου, μηχανής κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οδηγώ — άω και έω (ΑΜ οδηγῶ, έω) [οδηγός] 1. εκτελώ έργο οδηγού, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, κατευθύνω 2. υποδεικνύω τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς, καθοδηγώ («οδηγεί τους νέους στην αρετή») νεοελλ. 1. είμαι οδηγός… …   Dictionary of Greek

  • οδηγώ — οδήγησα, οδηγήθηκα, οδηγημένος 1. δείχνω το δρόμο, πηγαίνω μπροστά από άλλον: Μας οδηγούσε ένας ντόπιος. 2. είμαι οδηγός οχήματος: Οδήγησα δώδεκα ώρες συνέχεια. 3. καθοδηγώ, πληροφορώ, δίνω οδηγίες: Οδηγώ το έργο της κατασκευής του δρόμου. 4. μέσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁδηγῶ — ὁδηγέω lead pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁδηγέω lead pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὁδηγός guide masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσκαρίζω — οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού …   Dictionary of Greek

  • ξεβγατίζω — οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα για να τόν αποχαιρετήσω ή ώς το μεταφορικό μέσο με το οποίο θα φύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέβγα + κατάλ. (τ)ίζω, κατά το σχήμα φευγάτοι φευγατίζω και τα πολλά ρήματα σε τίζω] …   Dictionary of Greek

  • ουραδίζω — οδηγώ βάρκα με το ουράδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουράδι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • σοφάρω — οδηγώ αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»